- βαρβαριστί
- βαρβαριστίin barbarous fashionindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βαρβαριστί — επίρρ. (Α) [βαρβαρίζω] 1. με ξένη, βαρβαρική, γλώσσα 2. με τρόπο που αρμόζει στους βαρβάρους … Dictionary of Greek